μακελεύομαι

μακελεύομαι
μακελεύομαι, μακελεύτηκα, μακελεμένος βλ. πίν. 18

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μακελεύω — μακέλεψα, μακελεύτηκα, μακελεμένος 1. σφάζω: Μακέλεψαν πολλά πρόβατα. 2. το μέσ., μακελεύομαι τραυματίζομαι βαριά: Μακελεύτηκε σε τροχαίο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”